- χάσκας
- ο1. αυτός που χάσκει.2. ανόητος, κουτός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χάσκας — ο, Ν 1. αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό 2. (κατ επέκτ.) χάχας, ευήθης, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + κατάλ. ας (πρβλ. φεύγ ας, χάχ ας)] … Dictionary of Greek
χάχας — ο 1. χάσκας, αυτός που γελάει χωρίς λόγο. 2. βλάκας, ανόητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαζός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που χαζεύει, χάσκας, παλαβός: Μην κάνεις παρέα μ αυτόν το χαζό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)